dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γενικό συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Allgemeinwohl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
γενικό συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Allgemeininteresse
Ⓦ
Ⓖ
…